- οἰκοβασιλικόν
- οἰκο-βᾰσῐλικόν, τό,A meeting-house,
τῆς γερουσίας BCH11.100
([place name] Thyatira), cf. Supp.Epigr.4.639 ([place name] Sardis).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῆς γερουσίας BCH11.100
([place name] Thyatira), cf. Supp.Epigr.4.639 ([place name] Sardis).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οικοβασιλικόν — οἰκοβασιλικόν, τὸ (Α) μεγαλοπρεπές οικοδόμημα στο οποίο γίνονταν οι συγκεντρώσεις τής γερουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + βασιλικός] … Dictionary of Greek
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek